αναφύτευση

αναφύτευση
η
το ξαναφύτεμα: Έγινε συστηματική αναφύτευση της περιοχής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξαναφύτεμα — το [ξαναφυτεύω] αναφύτευση, φύτεμα εκ νέου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”